kam - 175 rezultatov (0.3 sekunde)
Več ... Dokler el

ἐν

, ep. εἰν, εἰνί [Et. gršk. še ἐνί, ἔνι z lokal. končn. idevr. eni, lat. in (strl. en), slov. v (strsl. vъ iz vъn, kar je iz on)] I. adv. v, na, pri tem, poleg tega, notri. II. praep. z dat. 1. kraj.: a) v, na (na vprašanje kje?) ἐν οἴκοις, ἐν ξένᾳ, ἐν ἵπποις, ἐν νήσῳ, ἐν οὐρανῷ, ἐν τῷ δεξιῷ na desnem krilu, ἐν πέτροισι na (ob) skali, ἐν τοῖς βοτοῖς αἱμάξαι z živino; b) α.) pred, τἂν ποσὶν κακά pred nogami = sedanje zlo, λέγω ἐν τοῖς στρατιώταις, ἐν μάρτυσι, ἐρέω ἐν ὑμῖν, ἐν πᾶσι vpričo vseh; β.) pri ἡ ἐν Μαραθῶνι μάχη, ταῦτα ἐν θεοῖς ἐστὶν καλά, ἐν Κορωνείᾳ κινδυνεύω, ἐν Πέρσαις; γ.) med ἐν τοῖς δένδροις ἔστην, ἐν πρώτοις μάχομαι, νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν, ἐν πολλοῖς ἀνάσσω, οἱ ἐν γένει sorodniki, ἐν τοῖς ἀρίστοις λέγομαι prištevajo me med najboljše, ἐν φίλοις med prijatelji; c) posebni pomeni: α.) ἐν τοῖς pri sup. v prvi vrsti, zlasti, najbolj, pred vsem, τοῦτό μοι ἐν τοῖσι θειότατον φαίνεται γίγνεσθαι, ἐν τοῖς πρώτη ἡ στάσις ἐγένετο, ἐν τοῖς βαρύτατα najteže, nadvse težko, ἐν τοῖ...


Več ... Dokler el

κατά

, zapost. κάτα [Et. idevr. kn̥t, km̥t (ν ̥ = gršk. α), lat. com-, cum (iz k'om, km̥t), sor. contra, slov. s, sè-, iz k'n̥t. – vzpor. obl. κάται, v sestav., apokopi in asimil. κάγ, κάδ, κὰκ κεφαλῆς, κὰμ μέσσον, κὰν νύκτα, κὰπ πεδίον, κὰρ ῥόον; κάββαλε = κατέβαλε, κάτθανε = κατέθανε, κάλλιπε = κατέλιπε, κάσχεθε = κατέσχεθε] A adverb. doli, popolnoma (samo v tmezi) κατὰ δ' ἅρματα ἄξω. B praep. I. z gen. 1. kraj. a) na vprašanje kam: (od zgoraj) doli, raz, s, z, (doli) po, črez, preko, skozi, po βῆ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, βαλέειν κατὰ πέτρης, ἁλλόμενοι κατὰ τῆς πέτρας, καταβαίνω κατὰ κλίμακος, κατ' ὀφθαλμῶν ἐκέχυτο ἀχλύς, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας v tla, κατ' ἄκρης z vrha, popolnoma; b) na vprašanje kje: pod ψυχὴ κατὰ χθονὸς ᾤχετο, ἀφανίζομαι κατὰ τὴς θαλάσσης izginem pod morje, ὑποδύομαι κατὰ τῆς γῆς, κατὰ γῆς εἰμι sem pod zemljo, ὁ κατὰ γῆς umrli, κατὰ νώτου γίγνομαι pridem (sovražniku) za hrbet, napadem ga od zadaj, καθ' ὅλης τῆς Ἰουδαίας po vsej Judeji NT, κατὰ σπείους κόπρος κέχυτο (ok...