Iskani niz je bil najden v DRUGI VSEBINI:
θεο-πρόπος
2 [Et. iz θεο-προκος (iz prok'-wo-s), kor. perek', lat. procus, prex, precis, slov. prositi, nem. fragen] 1. adi. proroški. 2. subst. a) prorok, vedež, tolmač božje volje; b) ion. od države poslan poizvedovalec pri proročišču.
καθ-ίστημι
[trans. fut. καταστήσω, aor. κατέστησα, pass. aor. κατεστάθην, fut. κατασταθήσομαι, adi. verb. καταστατέον; med. fut. καταστήσομαι, aor. κατεστησάμην; intr. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. κατέστην, pf. καθέστηκα, pl. καθέσταμεν, plpf. καθε(ι)στήκειν, pl. καθέστασαν; fut. 3 καθεστήξω; ion.: κατίστημι, pf. κατέστηκα, 3 pl. κατεστέασι, pt. κατεστεώς, plpf. 3 sg. κατεστήκεε, impf. 3 pl. κατιστέατο, pf. pass. 3 pl. κατεστέαται] I. trans. 1. act. a) doli postavim, posadim, postavim na kaj, pripeljem, spravim kam τινά, τί, εἰς Ἰωνίαν, ἐπὶ τὰ ὅρια, πρὸς τὴν οἰκίαν spravim domov, νῆα usidram, Πύλονδε pripeljem v Pil, εἰς κρίσιν, εἰς δίκην, εἰς ἀγῶνα postavim, pokličem pred sodnike, pozovem na odgovor, zatožim, ἐμαυτὸν εἰς κρίσιν pridem pred sodišče, φάλαγγα postavim v bojni red, εἰς τὸ φανερόν τινα spravim v javnost, proslavim, σκοπούς razpostavim ogleduhe, εἰς τοὺς ἀρχικούς prištevam med, ποῖ δεῖ καθιστάναι πόδα kam naj postavim nogo; pass. εἰς ἑκάτερα τὰ ἰσχυρότατα καθίσταμαι dosežem v o...
λόγιος
3 (λόγος) učen, izobražen, vešč, izkušen, zgovoren NT; ὁ λόγιος učenjak, zgodopisec, vedeževalec, prorok, τὸ λόγιον izrek (proročišča), besede NT.
μάντις
, εως, ion. ιος, ep. ηος, ὁ, ἡ [Et. iz kor. men, gl. μαίνομαι] prorok(inja), vedež(evalec), vedeževalka.