Iskani niz je bil najden v DRUGI VSEBINI:
ἵστημι
[Et. kor. sthā, iz σι-στη-μι, lat. sisto, sto (iz sthājō), slov. stojim, stati (iz stojati). – Obl. impf. ἵστην, fut. στήσω, aor. 1 ἔστησα, pass. praes. ἵσταμαι, impf. ἱστάμην, aor. ἐστάθην, fut. σταθήσομαι, adi. verb. στατός, στατέον; med. fut. στήσομαι, aor. ἐστησάμην, aor. 2 act. ἔστην, pf. ἕστηκα, plpf. εἱστήκειν in εἱστήκη, fut. 3 ἑστήξω, v pf. tudi krajše oblike ἕστᾰτον, ἕστᾰμευ, ἕστατε, ἕστᾰσι, plpf. ἕστᾰσαν, cj. ἑστῶ, opt. ἑσταίην, inf. ἑστάναι, pt. ἑστώς, -ῶσα, -ός, -ῶτος, -ώσης – ep. impf. act. iter. ἵστασκε, aor. 1 act. 3 pl. ἔστασαν, aor. 2, 1 sg. στῆν, 3 sg. iter. στάσκεν, 3 pl. ἔστᾰν, στᾰ́ν; cj. 2 sg. στήῃς, 3 sg. στήῃ, 1 pl. στήομεν, στέωμεν, στείομεν, 2 pl. στήετε, 3 pl. στέωσι, στήωσι, στείωσι, inf. στήμεναι, pf. ind. 2 pl. ἕστητε, imp. ἕστᾰθι, inf. ἑστάμεν(αι), pt. gen. ἑστᾰότος in ἑστεῶτος – ion. pr. act. 3 sg. ἱστᾷ, 3 pl. ἱστέασι, pass. 3 pl. ἱστέαται; impf. 3 pl. ἱστέατο, aor. 2 act. cj. στέωμεν, στέωσι, pf. 3 pl. κατεστάαται – poet. pr. imper. in impf. 2 sg. ἵστω]...
ἰσχῡρίζομαι
(ἰσχυρός) [fut. ἰσχυριοῦμαι, aor. ἰσχυρισάμην, adi. verb. ἰσχυριστέον] 1. d. m. kažem se močnega, sem močen; pren. a) opiram, naslanjam, zanašam se na kaj τινί; b) trudim se περί τινος; zagotavljam, zatrjujem kaj. 2. pass. dobivam moč od koga, krepi me kaj ὑπό τινος.
καθ-ίστημι
[trans. fut. καταστήσω, aor. κατέστησα, pass. aor. κατεστάθην, fut. κατασταθήσομαι, adi. verb. καταστατέον; med. fut. καταστήσομαι, aor. κατεστησάμην; intr. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. κατέστην, pf. καθέστηκα, pl. καθέσταμεν, plpf. καθε(ι)στήκειν, pl. καθέστασαν; fut. 3 καθεστήξω; ion.: κατίστημι, pf. κατέστηκα, 3 pl. κατεστέασι, pt. κατεστεώς, plpf. 3 sg. κατεστήκεε, impf. 3 pl. κατιστέατο, pf. pass. 3 pl. κατεστέαται] I. trans. 1. act. a) doli postavim, posadim, postavim na kaj, pripeljem, spravim kam τινά, τί, εἰς Ἰωνίαν, ἐπὶ τὰ ὅρια, πρὸς τὴν οἰκίαν spravim domov, νῆα usidram, Πύλονδε pripeljem v Pil, εἰς κρίσιν, εἰς δίκην, εἰς ἀγῶνα postavim, pokličem pred sodnike, pozovem na odgovor, zatožim, ἐμαυτὸν εἰς κρίσιν pridem pred sodišče, φάλαγγα postavim v bojni red, εἰς τὸ φανερόν τινα spravim v javnost, proslavim, σκοπούς razpostavim ogleduhe, εἰς τοὺς ἀρχικούς prištevam med, ποῖ δεῖ καθιστάναι πόδα kam naj postavim nogo; pass. εἰς ἑκάτερα τὰ ἰσχυρότατα καθίσταμαι dosežem v o...