ᾰ̓κᾰχίζω
(ἄχομαι)
G.:
fut.
ἀκαχήσω
||
aor. šibki
ἀκάχησα
||
aor. krepki
ἤκαχον
||
pf. med.
ἀκάχημαι
|
pf. 3. os. pl. med.
ἀκηχέδατ' (ἀκηχέδαται), ἀκάχηνται
||
plpf.
ἀκαχήατο, ἀκαχείατο
||
pt.
ἀκαχήμενος 3, ἀκηχέμενος 3