κάθ-ημαι d. m. samo praes. in impf. [2 sg. κάθησαι, NT κάθῃ, cj. καθῶμαι, -ῇ, -ῆται, opt. καθῄμην in καθοίμην, imper. κάθησο, NT κάθου, inf. καθῆσθαι, pt. καθήμενος, impf. (ἐ) καθήμην, 3 sg. ἐκάθητο, καθῆτο, καθῆστο; ep. impf. 3 pl. καθήατο in καθείατο; ion. κάτημαι, 3 pl. κατέαται, impf. 3 pl. ἐκατέατο; fut. NT καθήσομαι] 1. usedem se, sedim (ἔν) τινι, ἐπί τινος, ἐπί τινι, θύρῃσι pri vratih, ἐκ τοῦ μέσου odstranim se (odidem) iz njih srede, ἄκρων ἐκ πάγων gl. ἐκ (1). 2. a) posedam, lenarim, mirujem, sem brez dela, ἐν νεφέεσσι stolujem, kraljujem; b) sedim (sem zbran) v skupščini, οἱ καθήμενοι = σύνεδροι zborovalci Tuk. 5, 85. 3. prebivam, mudim se; o vojski: taborujem, ležim; o kraju: nahajam se, ležim. 4. postavljen sem ἐπὶ τούτῳ (zato) κάθηται ὁ δικαστής; stojim οἱ σειληνοί.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek