οὗ1 adv. (lokal. od ὅς) 1. kjer, tam kjer, οὗ δή kjer ravno; v atrakciji: προϊόντες ἀπὸ τῆς φάλαγγος, οὗ ἡ μάχη ἐγένετο = ἐκεῖσε, οὗ, ἀπιὼν ἐκ τῆς πόλεως, οὗ κανέφυγε = οἷ κανέφυγε καὶ οὗ ἦν. 2. NT = οἷ kamor, οὗ ἔμελλεν πορεύεσθαι kamor je hotel iti, εἰς τὴν κώμην, οὗ ἐπορεύοντο kamor (v katero) sta šla.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek