σπέος, τό [gl. σπήλαιον; ep. σπεῖος, gen. σπέεος, σπείους, dat. σπέεϊ, σπῆι, σπήει, pl. σπέσσι, σπέεσι, σπήεσσι] votlina, jama, špilja, pečina.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek