τάχος, ους, τό ταχυτής ῆτος, ἡ (ταχύς) brzina, naglica, hitrost, ἀπὸ ποίου τάχους s kakšno hitrostjo, ὡς εἶχε τάχους kakor hitro je mogel. – adv. τάχος hitro, urno (= ἐν, σὺν τάχει, διὰ, μετὰ τάχους); πρὸς, κατὰ τάχος naglo, hitro, jadrno, ὅσον (ὅτι) τάχος kar najhitreje.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek